ολιγαρχία

ολιγαρχία
Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό ελεύθερων πολιτών από την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους και είχε ως συνέπεια, κανονικά, την αυθαίρετη άσκηση των δημόσιων εξουσιών προς όφελος των ίδιων των ολιγαρχικών. Οι ο., που σχεδόν παντού διαδέχτηκαν τις αριστοκρατίες και τις τυραννίδες, αντικαταστάθηκαν αργότερα από τις δημοκρατίες που πήραν (για παράδειγμα στην Αθήνα, όπου έδρασαν τα διαβόητα ολιγαρχικά καθεστώτα των Τετρακοσίων, στην τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού πόλεμου, 411 π.Χ., και των Τριάκοντα Τυράννων, αμέσως ύστερα από τον πόλεμο), αυστηρότατα νομοθετικά μέτρα εναντίον κάθε δυνατότητας να ξαναεπιβληθεί ολιγαρχία. Στην κατοπινή ιστορία ο όρος χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμα στη διεθνή πολιτική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό μιας κυβέρνησης ή μιας πολιτικής εξουσίας στα χέρια λίγων (συνήθως, αλλά όχι αναγκαστικά, που διαθέτουν μεγάλα πλούτη) που την ασκούν κυρίως για το δικό τους συμφέρον και όχι για το γενικό καλό. Γίνεται, για παράδειγμα, λόγος για οικονομική ο. προκειμένου να χαρακτηριστεί η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια λίγων βιομηχάνων ή λίγων επιχειρηματιών ή τραπεζιτών· ή και για κομματική o., όταν μέσα σε ένα κόμμα οι ηγετικές θέσεις καταλαμβάνονται από λίγους.
* * *
η (Α ὀλιγαρχία και ὀλιαρχία, ιων. τ. ὀλιγαρχίη)
μορφή πολιτεύματος κατά το οποίο η εξουσία ασκείται από μια τάξη λίγων ανθρώπων
νεοελλ.
1. κυριαρχία τών ισχυρών τού πλούτου, πλουτοκρατία
2. καταχρηστική άσκηση τής εξουσίας από μια μικρή ομάδα ατόμων τα οποία αποβλέπουν κυρίως στο προσωπικό συμφέρον τους, μέσα στα πλαίσια μιας κυβέρνησης ή μιας ένωσης ή ενός συνδέσμου προσώπων, είτε πρόκειται για την Εκκλησία είτε για εργατικό συνδικάτο είτε και για άλλη οργάνωση
αρχ.
1. (στον Ηρόδ.) το αριστοκρατικό πολίτευμα, η αριστοκρατία
2. η εποχή τών τετρακοσίων στην αρχαία Αθήνα
3. η εποχή τών τριάκοντα τυράννων στην αρχαία Αθήνα
4. προσωποποίηση τού ολιγαρχικού πολιτεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αρχία κατά το μοναρχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγαρχία — ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίᾳ — ὀλιγαρχίαι , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγαρχία — η 1. και στους αρχαίους και σήμερα, είδος πολιτεύματος όπου κυβερνούν οι λίγοι και δυνατοί σε βάρος των πολλών και αδύνατων. 2. οι λίγοι δυνατοί: Οικονομική ολιγαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀλιγαρχίας — ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc pl ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίαι — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίαν — ὀλιγαρχίᾱν , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχιῶν — ὀλιγαρχία oligarchy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίαις — ὀλιγαρχία oligarchy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίη — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίην — ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”